- ξηρόφωνος
- ξηρόφωνος, -ον (Μ)1. αυτός που έχει βραχνή φωνή2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξηρόφωνονη ξηρότητα τού ήχου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μακρό-φωνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξηρόφωνον — ξηρόφωνος with a husky voice masc/fem acc sg ξηρόφωνος with a husky voice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρόφωνοι — ξηρόφωνος with a husky voice masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek